αποδένω

αποδένω
κ. αμποδένω (Μ ἀποδένω)
με μαγικές πράξεις προσπαθώ να κάνω κάποιον σεξουαλικά ανίκανο
νεοελλ.
τελειώνω το δέσιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απόδεμα — Χειρόγραφο του 17ου αι., βυζαντινής προέλευσης, στο οποίο δίνονται οδηγίες για την παρεμπόδιση με μαγικά μέσα της σαρκικής ένωσης ανδρογύνων. Το κείμενο έχει ιδιαίτερη αξία για το γλωσσικό του ιδίωμα. * * * κ. αμπόδεμα, το [αποδένω] μαγική πράξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”